- ομοουσιοκόρυφος
- ὁμοουσιοκόρυφος, -ον (Μ)αυτός που ανήκει στην κορυφή τών ομοουσίων, που είναι η κορυφή τής ομοουσιότητας («τὴν τρισυπόστατον ὁμοουσιοκόρυφον δόξαν», Ιω. Ιεροσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοούσιον + κορυφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.